κισταφόρος

κισταφόρος
κισταφόρος, -ον (Α)
κιστοφόρος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κίστη — Καλάθι ή κιβώτιο κυλινδρικού σχήματος το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα. Η κ. ήταν κατασκευασμένη είτε από κλαδιά πλεγμένα μεταξύ τους είτε από ξύλο ή μέταλλο ή ελεφαντόδοντο. Χρησίμευε για τη φύλαξη λαχανικών, καρπών και άλλων τροφών …   Dictionary of Greek

  • κισταφορώ — κισταφορῶ, έω (Α) [κισταφόρος] φέρω κίστη κατά τις μυστικές τελετές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”